- συνδρομάς
- -άδος, ἡ, Αιδιότυπος τ. θηλ. τού επιθ. σύνδρομος* («πέτρας τὰς συνδρομάδας» — δηλαδή τις συμπληγάδες, Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδρομος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. λεπρ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδρομάς — proportionals fem nom sg συνδρομά̱ς , συνδρομή tumultuous concourse fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομάδας — συνδρομάς proportionals fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομάδες — συνδρομάς proportionals fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομάδων — συνδρομάς proportionals fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνορμάς — άδος, ἡ, A συνδρομάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁρμή + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. συμ πληγ άς)] … Dictionary of Greek